- φιορδ
- Κόλπος στενός και βαθύς (στα νορβηγικά, fjord σήμαινε αρχικά φυσικό λιμάνι), ο οποίος εισχωρεί στην ξηρά έως μερικές δεκάδες χιλιόμετρα και μερικές φορές με πολλές διακλαδώσεις. Χαρακτηρίζει τις ορεινές ακτές της Νορβηγίας και των άλλων χωρών που επλήγησαν ευρύτατα από τους παγετώνες του τεταρτογενούς (Σκοτία, Ισλανδία, Γροιλανδία, Λαμπραντόρ, Αλάσκα, νότια Χιλή κ.ά)· όμοιες με τα φ., αλλά διαφορετικής προέλευσης, είναι και οι ακτές με rias της Γαλικίας (βορειοδυτική Ισπανία), αλλά όχι οι κοιλάδες και τα κανάλια της Ιστρίας και της Δαλματίας.
Τα φ. είναι αποτέλεσμα της καθοδικής κίνησης του εδάφους (ή της ανοδικής του πυθμένα της θάλασσας) σε παράκτιες περιοχές που είχαν ήδη χαραχθεί από τα τρέχοντα ύδατα και διαμορφώθηκαν κατόπιν από τις γλώσσες των παγετώνων σε κοιλάδες σχήματος U, με πλαγιές μάλλον απόκρημνες. Το λιώσιμο των παγετώνων οδήγησε στη μερική εισβολή της θάλασσας στις αύλακες αυτές των κοιλάδων. Κοινό χαρακτηριστικό των φ. είναι ότι στην εκβολή τους παρουσιάζουν μια υποβρύχια, αλλά αβαθή πύλη, η προέλευση της οποίας πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι η γλώσσα του παγετώνα, καθώς γινόταν λεπτότερη προς την εκβολή της, έχανε σιγά σιγά τη διαβρωτική της δύναμη επάνω στον πυθμένα και σταματούσε τελείως, όταν ο παγετώνας έφτανε στην έξοδο της κοιλάδας και έπλεε στο νερό.
Μερικές φορές το φ. αποκτά την όψη ενός πραγματικού ποταμόκολπου.
Φιορδ στη Γροιλανδία.
* * *και φιόρντ, το, Νάκλ. επιμήκης και βαθύς κόλπος θάλασσας, που εισδύει βαθιά σε ορεινή ακτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκανδιναβικό fjord].
Dictionary of Greek. 2013.